- ακονιστής
- ο (θηλ. -ίστρια και -ίστρα) [ακονίζω]αυτός που ακονίζει με το ακόνι διάφορα όργανα, ο τροχιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακονιστής — ο ο τροχιστής: Πήγε τα ψαλίδια στον ακονιστή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακονίζω — και ακονώ άω (Α ἀκονῶ) 1. κάνω με το ακόνι κοφτερή την κόψη μεταλλικού οργάνου, τροχίζω «ακονίζω το μαχαίρι» «ἀκονῶ λόγχην» (Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6, 2, 33) «ἀκονᾱσθαι μαχαίρας» (Ξεν. Ελλ. 7, 5, 20) 2. οξύνω, ασκώ κάποιον ή κάτι σε κάτι «ακονισμένο… … Dictionary of Greek
ακονητής — ο (Α ἀκονητὴς) [ἀκονῶ] ο ακονιστής* … Dictionary of Greek
τροχιστής — ο ο επαγγελματίας ακονιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)